- ἀκρισίας
- ἀκρισίᾱς , ἀκρισίαwant of distinctness and orderfem acc plἀκρισίᾱς , ἀκρισίαwant of distinctness and orderfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακριτομυθία — η (Μ ἀκριτομυθία) [ἀκριτόμυθος] νεοελλ. η μη φύλαξη απόρρητου εξαιτίας επιπολαιότητας ή ακρισίας μσν. φλυαρία, μωρολογία … Dictionary of Greek
Περδικάρης, Μιχαήλ — (Κοζάνη 1766 Μοναστήρι, Μακεδονία 1828). Λόγιος γιατρός και στιχουργός. Γιος γιατρού, κεφαλλονίτικης καταγωγής, ο Π. σπούδασε στην Κοζάνη και σταδιοδρόμησε αρχικά ως οικοδιδάσκαλος στο Βουκουρέστι. Γύρω στα 1796 ανέβηκε στη Βιέννη κι αργότερα… … Dictionary of Greek